- παραστᾶσι
- παραστάζωdrop uponfut part act masc/neut dat pl (doric)παρίστημιcause to standaor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραστάσι — παραστάσῑ , παράστασις putting aside fem dat sg (epic doric ionic aeolic) παραστάς anything that stands beside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράστασι — παράστασις putting aside fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
παραστᾶσ' — παραστᾶσα , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc sg (doric) παραστᾶσι , παραστάζω drop upon fut part act masc/neut dat pl (doric) παραστᾶσαι , παραστάζω drop upon fut part act fem nom/voc pl (doric) παραστᾶσα , παρίστημι cause to stand… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ХРАМ — • Templum, называется всякое отрезанное, т. е. отделенное и очерченное место (одного корня с τέμνω, τέμενος), особенно же a) пространство, которое авгур своим посохом (lituus) обводит по небу и земле для того, чтобы в этом… … Реальный словарь классических древностей
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Πρινιάς — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). Ο Π. βρίσκεται, 33 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου, κοντά… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek